ὀλιγόξυλος

ὀλιγόξυλος
ὀλῐγό-ξῠλος, ον,
A with little wood, shrubby,

ῥωπεῖον AP6.226

(Leon.) ; bearing little timber, Str.Chr.12.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολιγόξυλος — ὀλιγόξυλος, ον (Α) 1. θαμνώδης 2. αυτός που αποτελείται από λίγα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ξύλον] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγόξυλος — with little wood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόξυλον — ὀλιγόξυλος with little wood masc/fem acc sg ὀλιγόξυλος with little wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”